θυμίαση — η (Α θυμίασις) [θυμιώ] θυμιάτισμα, λιβάνισμα αρχ. αναθυμίαση, εξάτμιση («θυμιάσεων τῶν ἀπὸ τῆς γῆς», Πορφ.) … Dictionary of Greek
θυμίαση — η θυμιάτισμα, λιβάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek
θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για … Dictionary of Greek
θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ … Dictionary of Greek
σμύρνα — Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει… … Dictionary of Greek
αρχοντικό — Η κατοικία ή το κτήμα του άρχοντα. Σε πολλά χωριά της Κρήτης με το όνομα αυτό εννοείται η συνοικία ή το μέρος του χωριού, όπου υπήρχε άλλοτε το μέγαρο άρχοντα φεουδάρχη, Βυζαντινού, Βενετού ή Κρητικού. Γνωστή είναι η έκφραση φιλοφροσύνης: «Σε… … Dictionary of Greek
θυμίαμα — θυμίαμα, το και θυμιάμα, το, ατος 1. ειδικό ρετσίνι που όταν καίγεται βγάζει καπνούς με ευχάριστη μυρουδιά, λιβάνι: Καίω θυμίαμα. 2. θυμίαση, θυμιάτισμα, λιβάνισμα. 3. ευτελής κολακεία: Δεν του αρέσουν τα θυμιάματα των υφισταμένων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)